- ὑπερκαθέζομαι
- ὑπερκαθ-έζομαι, [voice] Med.,A sit over,
τῆς κεφαλῆς J.AJ19.8.2
(v.l. -καθίζ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς κεφαλῆς J.AJ19.8.2
(v.l. -καθίζ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερκαθέζομαι — ΜΑ κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καθέζομαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
ὑπερκαθέζομαι — ὑπέρ , κατά ἕζομαι seat oneself pres ind mp 1st sg (epic) ὑπέρ καθέζομαι sit down pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)